Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Aπό το φιλόσοφο Μισέλ Σερ... στην κλωνοποίηση του Νεάντερταλ

Το έναυσμα μου δόθηκε στο 3o Επιστημονικό Συνέδριο για την Παιδαγωγική και τις Νέες Τεχνολογίες στο Πανεπιστήμιο, στη Λυών, πριν λίγες μέρες. Επιστήμονες-ερευνητές από διάφορα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής συζητούν για την αλλαγή (ή μη) στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση με την εισαγωγή των Νέων Τεχνολογιών (που δε θεωρούνται πια νέες, αλλά ήδη κομμάτι της ζωής μας).

Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ο νους μου πολλές φορές ταξίδεψε στο βιβλίο του Μισέλ Σερ (ο οποίος στα γαλλικά προφέρεται “Σεγές” -Serres-, αλλά πιθανολογώ ότι μια λάθος παράφραση μάς τον έχει μεταφέρει έτσι από το γαλλικό κόσμο). Ο 81χρονος σήμερα φιλόσοφος, με διαύγεια και οξύνοια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί 50ρηδες της εποχής μας, περιγράφει τη νέα γενιά, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει “μικρό αντίχειρα” (από την “Τοσοδούλα”, την ηρωίδα των παιδικών μας χρόνων που είχε το μέγεθος ενός αντίχειρα). Χαριτολογώντας, εξηγεί ότι προσδίδει αυτόν το χαρακτηρισμό, λόγω της άνεσης και της ταχύτητας με τις οποίες οι νέοι στέλνουν σήμερα sms, χρησιμοποιώντας μόνο τον αντίχειρά τους.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε το μικρό μου “ταξίδι στη φιλοσοφία” νωρίς σήμερα το πρωί. Από την περιγραφή του Μισέλ Σερ μιας γενιάς που ζει “στην καρδιά” μιας τεχνολογικής εποχής, που αποτελεί την ελπίδα για τον κόσμο και που ο φιλόσοφος ελπίζει ότι θα φέρει την αλλαγή, όπως για παράδειγμα στον αραβικό κόσμο πρόσφατα, μεταφέρομαι στον κόσμο του Μονταίνιου -Montaigne-, του Γάλλου φιλοσόφου του 15ου αιώνα και τελευταίου, πιθανώς, ουμανιστή. Ένας άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος, που, αγανακτισμένος από τις εντάσεις και τις ταραχές στη Γαλλία, αποσύρεται σ’έναν απομονωμένο πύργο για να αφιερωθεί στη συγγραφή. Υπέρμαχος της αλήθειας σε όλη του τη ζωή, μου έκανε εντύπωση η φράση του “Que sais-je?” (τι ξέρω;), δείγμα μετριοπαθούς ίσως προσωπικότητας, σαν άλλος Σωκράτης. Λίγο πριν φύγω από εδώ, στέκομαι στη φράση που μου μοιάζει επίκαιρη: “Οι πιο γενναίοι, συχνά, είναι οι πιο άτυχοι”.

Χαμένη επί ώρες στη μελέτη μου, αναρωτιέμαι πόσο πολύ πρέπει να διαβάσω για να κατακτήσω έστω κι ένα μικρό κομμάτι της γνώσης, που μοιάζει απέραντη, τόσο που με τρομάζει. Αναρωτιέμαι συχνά πόσο πολύ μεγάλο νόημα περικλείει αυτό το “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι”, κι ένα μικρό κομμάτι μου μακαρίζει όσους δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Γρήγορα όμως το μετανιώνω, γιατί “η περιέργεια μπορεί να σκότωσε τη γάτα, αλλά τουλάχιστον η γάτα πέθανε με αξιοπρέπεια”, όπως είπε κάποτε ο Arnold Edinborough. Κάτι που βρήκα ιδιαίτερα εύστοχο και έξυπνο. Kι εγώ, είμαι αρκετά περίεργη από τη φύση για να ζήσω χωρίς να αναζητώ διαρκώς. Όχι κάτι συγκεκριμένο, γενικώς.

Συνεχίζοντας λοιπόν τις αναζητήσεις μου και διαβάζοντας διάφορα θαυμαστά, ο νους μου προσπαθεί να συλλάβει πώς γεννιέται ένας μεγάλος άνθρωπος. Πώς δηλαδή κάποιος που έχει γεννηθεί κάπου τυχαία, μπορεί να καταλήξει να γίνει μεγάλος, ξακουστός και διάσημος. Σκέφτομαι ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες παίζουν σίγουρα ρόλο στη δόμηση του “εγώ”, της προσωπικότητας, και της ιδιοσυγκρασίας του, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο Μισέλ Σερ έζησε μέχρι τα 30 του σε περιόδους πολέμου ή ότι ο σύγχρονός μας επίσης Εντγκάρ Μορέν, Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, είχε πατέρα Εβραίο από τη Θεσσαλονίκη. Πιθανότατα, η απορία μου δε θα λυθεί ποτέ, φαντάζομαι όμως ότι έτσι πρέπει να είναι.

Θρονιασμένη για ώρες μπροστά στον υπολογιστή, πέφτει το μάτι μου σε μια συνένευξη του Τέρενς Μακ Νάλι. Το όνομα ίσως δε σου λέει κάτι, αλλά η θεατρική του παράσταση πιθανολογώ ότι σου είναι γνωστή: πρόκειται για τη διάσημη παράσταση “Corpus Christi”, που μετά από ένα τουρ σε θέατρα ανά τον κόσμο, έφτασε στην Αθήνα, προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις και τελικά απαγορεύτηκε από την Εκκλησία με την εξής λιτή κι απέριττη δήλωση: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έλαβε γνώση σχετικά με την παρουσίαση ενός βλασφήμου θεατρικού έργου, το οποίο άκρως δυσφημίζει το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Κι ενώ ο πολυβραβευμένος συγγραφέας προσπαθεί να “σπάσει” τα ταμπού μιας εποχής που χαρακτηρίζεται ως “μοντέρνα” ή “ανοιχτόμυαλη” ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο προκειμένου να πείσει ότι έχει απαλλαγεί από μεσαιωνικές αντιλήψεις, αναλογίζομαι ότι ίσως δε γεννήθηκε στη σωστή εποχή. Δεν είναι λίγοι άλλωστε αυτοί που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους, γιατί η εποχή τους δεν ήταν αρκετά “ώριμη” ή “ανοιχτόμυαλη” για να κατανοήσει και να αποδεχτεί το έργο τους: ο δύσμοιρος Βαν Γκογκ ή ο Γκόγια, δυο ονόματα που μου έρχονται τυχαία στο μυαλό.

Και κλείνοντας αυτή τη μέρα, ξεφυλλίζω το αγαπημένο μου Vima online, που πάντα με ξεκουράζει και με χαλαρώνει πριν κλείσω τις μελέτες μου. Μεταφέρομαι στο σύγχρονο κόσμο και διαβάζω επιτεύγματα που ιντριγκάρουν τη σκέψη μου. Ανοίγω το αγαπημένο μου κομμάτι, τις επιστημονικές έρευνες. Ανάμεσα σ’αυτές, διαβάζω ότι:

- ο ταυτόχρονος συνδυασμός τηλεόρασης, ηλεκτρονικών παιχνιδιών και social media οδηγεί στην ψυχική κατάπτωση (άρα ένα κάθε φορά),

- ότι η μοναξιά αυξάνει το στρες και «ρίχνει» το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού (άρα βουρ έξω ή τουλάχιστον βρες μια συντροφιά),

- πέντε λεπτά σε Facebook και Twitter «εκτοξεύουν» τον εγωισμό και τον αυθορμητισμό (εγώ που ασχολούμαι με τις ώρες;), - διαβάζοντας έργα κλασικών συγγραφέων και ποιητών ενισχύουμε την εγκεφαλική δραστηριότητα (από αύριο ξεκινάω Σαίξπηρ),

- το χρώμα του πιάτου, του ποτηριού ή του φλιτζανιού φαίνεται πως επηρεάζει την «γευσιγνωστική» μας αντίληψη.

Τέλος, διαβάζω για τον γενετιστή από το Χάρβαρντ που έχει μαζέψει αρκετό DNA από τον απολιθωμένο Νεάντερταλ και αναζητά, όπως λέει, μια περιπετειώδη γυναίκα για το ρόλο της παρένθετης μητέρας. Εντάξει, μετά από αυτή την είδηση νομίζω ότι μπορώ να αναφωνήσω: “δεν περιγράφω άλλο” και να τα κλείσω όλα για σήμερα. Αύριο πάλι…